ουνιταριανός

ουνιταριανός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουνιταριανισμό
2. το αρσ. ως ουσ. ο ουνιταριανός
ο οπαδός τού ουνιταριανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. unitarian < νεολατ. unitarius < λατ. unitus, μτχ. τού ρ. unio «ενώνω» + κατάλ. -arius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουνιταριανισμός — ο θρησκευτικό δόγμα που έχει τις ρίζες του στον καλβινικό πουριτανισμό και γεννήθηκε τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη αλλά αναπτύχθηκε αργότερα κυρίως στις ΗΠΑ και το οποίο διακηρύσσει ότι ο θεός έχει μόνον μία υπόσταση, απορρίπτοντας τη θεϊκή φύση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”