- ουνιταριανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουνιταριανισμό2. το αρσ. ως ουσ. ο ουνιταριανόςο οπαδός τού ουνιταριανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. unitarian < νεολατ. unitarius < λατ. unitus, μτχ. τού ρ. unio «ενώνω» + κατάλ. -arius].
Dictionary of Greek. 2013.